Η ελληνική κοινότητα της πόλης ήταν εγκατεστημένη σε δύο ενορίες, την ενορία των Ταξιαρχών και την ενορία της Αγίας Τριάδος. Διατηρούσαν 3 σχολές: μια πεντατάξια στην ενορία Ταξιαρχών, την Κεντρική Αστική Σχολή Νικοπόλεως, ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτήρια του Πόντου, και το Ευανθίειον Παρθεναγωγείον, το οποίο συντηρούσαν η Ευανθία Θεοφυλλίδου και ο «Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης».
Η ακμή της Νικόπολης των νεότερων χρόνων σχετίζεται με τη λειτουργία των μεταλλείων. Με την κατάργηση των προνομίων που οι τουρκικές αρχές είχαν παραχωρήσει στους μεταλλωρύχους, αρκετοί από τους Νικοπολίτες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν στην Οινόη, την Αμισό κ.α.
Στη Νικόπολη οι Έλληνες είχαν αρκετά εμπορικά καταστήματα, ενώ στα χέρια Ελλήνων ήταν οι φούρνοι – αρτοποιεία της πόλης, οι οποίοι φημίζονταν για την άριστη ποιότητα του ψωμιού.
Φημισμένα επίσης ήταν τα αιγοπρόβατα της περιοχής, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα σιτηρά και οι ξηροί καρποί.
Σπεσιαλιτέ της περιοχής θεωρούνταν ο παντουρμάς, γλύκισμα με βάση το μούστο και τα καρύδια, και το πεστίλ, που φτιάχνεται από αποξηραμένα μούρα, λεφτοκάρυα και μέλι.
Κορυφαία πνευματική φυσιογνωμία των Ελλήνων της Νικόπολης,είναι ο Σταύρος Νικολαίδης, που γεννήθηκε στο χωριό Αλούτζια. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου αρίστευσε. Στη συνέχεια δίδαξε ως καθηγητής στην Ψωμιάδειο Σχολή Κοτυώρων, σε εκπαιδευτήρια της Τραπεζούντας και της Αθήνας.
Από το 1926 μέχρι το 1967 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Καβάλας, ενώ χρημάτισε υπουργός εργασίας και υπουργός δημοσίων έργων. Έγραψε πολλά βιβλία και άρθρα για τον Πόντο.
Ο τάφος του βρίσκεται στην Παναγία Σουμελά στο όρος Βέρμιο.