Η γυναικεία ποντιακή φορεσιά έχει στοιχεία από το βυζαντινό κουστούμι.
Το χαρακτηριστικό της ένδυμα είναι η «ζιπούνα» ή «ζουπούνα».
Καθιερώθηκε σαν ορολογία για ολόκληρη τη φορεσιά.
Στον δυτικό Πόντο η ζιπούνα λεγόταν εντερίν ή αντερί.
Την συναντούμε διαφοροποιημένη λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και της κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας.
Επίσης η ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση της υφασματολογίας και της χρωματολογίας.
Στο σύνολό της η φορεσιά περιλαμβάνει εσωτερικά και εξωτερικά ενδύματα.
Εσωτερικά ενδύματα
Καμίσ΄ (πουκάμισο)
Είναι σχιστό μπροστά στο μέσο, από τον λαιμό έως τον ομφαλό και το μάκρος του μπορεί να φθάνει από τους μηρούς μέχρι λίγο πάνω από τα γόνατα.
Τα καθημερινά πουκάμισα ήταν άσπρα χασεδένια ή λινά ενώ τα γιορτινά και τα νυφικά ήταν λινομέταξα ή ολομέταξα από την Τραπεζούντα ή την Προύσα και ήταν διακοσμημένα με λεπτεπίλεπτες δανδέλες στο μπροστινό άνοιγμα και στα ακρομάνικα.
Βρακίν
Γυναικείο εσώρουχο των ποντίων γυναικών.
Είχε μάκρος από την μέση έως λίγο πάνω από τα γόνατα.
Για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν χασέ ή άσπρο λινό ύφασμα ή σε άλλες περιπτώσεις μπορούσε να είναι χασεδένιο ως τα γόνατα ενώ από κει και κάτω να συνεχίζει με κάποιο βαμβακερό χρωματιστό ύφασμα.
Εξωτερικά ενδύματα
Σαλβάρ’, σαρβάλ’, σαλβαρόπον: Βράκα μακριά, βαμβακερή ή μάλλινη.
Το σαλβάρ φοριόταν πάνω από βρακίν και ήταν μία πολύ πλατιά βράκα που είχε το ίδιο φάρδος από πάνω έως κάτω και το μάκρος της έφθανε από την μέση μέχρι τον αστράγαλο.
Λόγω του φάρδους της σχημάτιζε ολόγυρα πολυάριθμες πτυχές, που ήταν ορατές από τα πλαϊνά ανοίγματα της ζιπούνας.
Τα καθημερινά γυναικεία σαλβάρια ράβονταν από βαμβακερά ή εγχώρια μάλλινα υφάσματα, ενώ τα γιορτινά ήταν από ατλάζια, μεταξωτούς ταφτάδες ή και χρυσοκέντητα υφάσματα, ανάλογα με την ηλικία και την οικονομική κατάσταση της κάθε γυναίκας.
Σπαλέρ’, σπαρέλ’
Ύφασμα φοδραρισμένο με άσπρο πανί, με γαϊτάνι στα τελειώματα, κάλυπτε το στήθος μέχρι τη μέση και δενόταν πίσω από το λαιμό.
Τα φορούσαν οι γυναίκες, συνήθως στον ορεινό όγκο του Πόντου, μέσα από τη ζιπούνα αλλά και από τις μεγάλες σε ηλικία γυναίκες των αστικών κέντρων.
Τα σπαλέρια που προορίζονταν για καθημερινή χρήση ήταν φτιαγμένα από φθηνά βαμβακερά υφάσματα και φοριόταν πάνω από την ζιπούνα ενώ αυτά που φοριόντουσαν σε γιορτές ήταν φτιαγμένα από μεταξωτά και άλλα πολύτιμα υφάσματα και φοριόταν, συνήθως, κάτω από την ζιπούνα.
Ζουπούνα ή ζιπούνα ή εντερίν
Είναι το ένδυμα που χαρακτηρίζει την ποντιακή φορεσιά.
Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και το σαλβάρι και ήταν μακρύ ως τους αστραγάλους, τρίφυλλο φόρεμα με μανίκια σχιστά στις άκρες.
Ήταν ανοιχτή εμπρός από πάνω έως κάτω και κούμπωνε στην μέση του στήθους με 12 έως 24 μεταλλικά ή υφασμάτινα κουμπιά, που ήταν κατακόρυφα ραμμένα από το στήθος έως τον ομφαλό.
Οι ζουπούνες που προοριζόταν για καθημερινή χρήση φτιάχνονταν από βαμβακερό πασμά, φανέλα ή άλλα φθηνά βαμβακερά υφάσματα.
Για τις γιορτινές ζουπούνες προτιμούσαν μεταξωτά ή βελούδινα υφάσματα.
Οι νυφικές ζουπούνες κατασκευαζόταν συνήθως από μεταξωτό μουαρέ ύφασμα σε απόχρωση υβουάρ ή από χρυσοκέντητο σεβαϊν.
Ζωνάρ΄
Τετράπλευρο υφαντό στον αργαλειό, το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα.
Τα χρώματά του ήταν έντονα, ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σαφράν, της παπαρούνας και του κάστανου.
Τα βασικά χρώματα ήταν το πορτοκαλοκόκκινο, το κίτρινο της ώχρας, το μπλε σκούρο, το πράσινο ανοιχτό και το μπεζ.
Οι Ελληνίδες του Πόντου φορούσαν τους εξής τύπους ζωναριών: το ετζεμσάλιν, το λαχώρ΄ζωνάρ, το ταραπουλούζ΄ζωνάρ, το νυφικόν ζωνάρ΄.
Ποδιά
Η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου, όπως αυτή φορέθηκε από τις νεαρές και τις νεόνυμφες γυναίκες των αστικών κέντρων, δεν περιλαμβάνει κάποιο είδος ποδιάς. Ωστόσο η ποδιά περιλαμβάνεται απαραίτητα, στα αστικά κέντρα του Πόντου, στην ένδυση των νέων γυναικών μετά την απόκτηση τέκων καθώς και των μεσήλικων και των ηλικιωμένων γυναικών αλλά και όλων των ηλικιών στην αγροτική ύπαιθρο.
Διακρίνουμε τρεις τύπους ποδιάς: την φοτά, φτιαγμένη από βαμβακερό ύφασμα για καθημερινή χρήση και φοριόταν πάνω απόι την ζουπούνα και το ζωνάρι.
Το πεσταμπάλ΄ ή εμπροστέα ή τσόχα , φτιαγμένη από μάλλινο ύφασμα σε χρώμα βυσσινί, γεράνιο ή μαύρο. Μπορούσε επίσης να ήταν από καλή εγγλέζικη τσόχα,σε χρώμα βαθυκόκκινο.
Η «εμπροστέα» ήταν ποδιά οικιακής χρήσης. Την φορούσαν οι γυναίκες στην καθημερινή τους εργασία στο σπίτι ή έξω.
Ήταν φτιαγμένη από μονόχρωμο ύφασμα σκούρου ή ανοιχτού χρώματος. Το ύφασμα της συγκεκριμένης ήταν από χασέ ή λινάτσα.
Πανωφόρια
Τα πανωφόρια ήταν συνήθως κοντά για τους θερινούς μήνες και μακριά για τον χειμώνα.
Τα σημαντικότερα πανωφόρια ήταν τα εξής :
Το Κοντέσ΄ ή κατιφέ
Η λέξη κατιφέ είναι γαλλική και σημαίνει βελούδο. Έτσι υιοθετήθηκε και στον Πόντο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση.
Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας ή Γαλλίας σε χρώμα δαμασκηνί, κυπαρισσί, μαύρο και μπλε.
Ήταν κεντημένο στο λαιμό, στη μέση, στο στήθος και τα μανίκια, με χρυσό συρμάτινο κορδόνι.
Κάτω από τη μασχάλη υπήρχε σχέδιο κεντημένο το οποίο ονόμαζαν καντίλ ή κεντίλ επειδή σχημάτιζε καντήλα. Το κατιφέ σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδικοί «τερζίδες» (ράφτες).
Ήταν απαραίτητο στη νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών. Ήταν η περηφάνια της κάθε κοπέλας το πόσο εξαιρετικά είχε η ίδια της κεντήσει την Κατιφέ.
Το κοντογούν΄
Το κοντογούν ήταν κι αυτό από τσόχα ή βελούδο με την διαφορά ότι εσωρερικά είχε επένδυση από γούνα λύκου ή αλεπούς.
Τα πιο ακριβά κοντογούνια ήταν στολισμένα με τερζήδικο χρυσοκέντημα στο γύρο της μέσης και στα ακρομάνικα.
Η γούνα ή το μακρυγούν΄
Μακρύ, έως τους αστραγάλους, μανιωτό πανωφόρι με γούνινη εσωτερική επένδυση.
Η γούνα, ανοικτή εμπρός από πάνω έως κάτω, ήταν φτιαγμένη από εγχώριο μαύρο ή καφέ μάλλινο ύφασμα.
Η λιμπαντέ
Μακρύ χειμερινό ένδυμα με μανίκια, ανοικτό εμπρός μέχρι κάτω.
Φοριόταν πάνω από την ζιπούνα και ήταν κατασκευασμένη από φανέλα ή κασμίρι.
Το Σαλ
Ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες. Το κατασκεύαζαν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας.
Το συναντούμε σε τρίγωνο ή τετράγωνο σχήμα, το οποίο δίπλωναν στη μέση.
Στις άκρες υπήρχαν μικρά πισκούλια (φούντες).
Οι κάλτσες
Τα ορτάρια, ήταν μάλλινα τσουράπια και φοριόταν τον χειμώνα.
Ήταν συνήθως με πολύχρωμα σχέδια στις μύτες και στις φτέρνες ενώ σπανιότερα είχαν πλουμίδια σε όλο τους το μήκος.
Τα κάλτζας, πλεκόταν από βαμβακερά νήματα σε διάφορα χρώματα και φοριόταν συνήθως το καλοκαίρι.
Καλύμματα της κεφαλής
Η τάπλα, το τεπελίκ΄, το κουρσίν, τα κεφαλομάντηλα, τσίτ΄ ή λετζέκ.
Τεπελίκ, τεπελίκι (κορυφή) ή τάπλα (δίσκος), χαρακτηριστικό σκέπασμα του κεφαλιού της πόντιας γυναίκας, φοριόταν από κορίτσια σε ηλικία γάμου αλλά και από παντρεμένες γυναίκες.
Τουρκικές λέξεις. Δισκοειδές καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε το όνομά του από τη λέξη «τεπέ» που σημαίνει κορυφή.
Το κατασκεύαζαν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάμποτο ή βελούδο ενώ μπροστά είχε ραμμένα μία ή δύο σειρές φλουριά κωνσταντινάτα.
Τα κεφαλομάντηλα, λεπτό άσπρο ύφασμα, φοριόντουσαν από κορίτσια κάτω των 15-16 ετών.
Το λετζέκ ή τσιτ΄, μαντίλα που φοριόταν χωρίς να δένεται,στερεωμένη πάνω στην κόμμωση και περασμένη πίσω από τ’ αυτιά σκεπάζοντας λίγο την τάπλα.
Το ύφασμα ήταν μετάξι, ταιριαστό σε απόχρωση με το χρώμα της Ζυπούνας και πλουμισμένο στις άκρες του με ψηλό κέντημα.
Κείμενα:Διαμαντίδου Μαρία
Ερευνήτρια Ποντιακής Ενδυμασίας Ενδυματολόγος/Εκπαιδεύτρια Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης
κ' Δια Βίου Μάθησης στο τμήμα Ενδυματολογίας και Σχεδιασμού