Το βιβλίο «Από τον Πόντο στην Κεφαλλονιά, Μια Πορεία – Μια Υπόσχεση», παραγωγής του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, είναι το πρώτο έργο της Κας Σοφίας Πετρίδου – Καππάτου. Στο έργο αυτό η συγγραφέας αφηγείται με μυθιστορηματικό τρόπο την ζωή του πατέρα της που γεννήθηκε στο χωριό Παλουκλάρ στα περίχωρα της Πάφρας του Πόντου, η οποία εκτυλίσσεται παράλληλα με τις μεγάλες και καθοριστικές για την Ελλάδα στιγμές της ιστορίας της, στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Η ιστορία της ζωής του Ιωάννη Αβραάμογλου Καρατζόγλου, στον οποίο δόθηκε το όνομα Πετρίδης όταν ήλθε στην Αθήνα μετά την Ανταλλαγή, θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών εκατοντάδων Ποντίων που έζησαν την μαρτυρική εκείνη εποχή της γενοκτονίας. Είναι μια ιστορία που αναδεικνύει τον φαινομενικά ασήμαντο και ανώνυμο άνθρωπο σε ήρωα, άξιο να περάσει στην μνήμη και την αθανασία μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου.
Το οδοιπορικό του Γιάννη Πετρίδη στην ζωή αρχίζει, όπως αναφέρθηκε, στο χωριό Παλουκλάρ του Πόντου, ένα χωριό που δεν βρίσκεται πλέον στον Χάρτη, αλλά με δυσκολία μπορεί κανείς να αναγνώσει το όνομά του στο πολύτιμο έγγραφο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών Ελλάδος – Τουρκίας που το Αμερικανικό
Ορφανοτροφείο στο Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα, συμπλήρωσε για τον μικρό ορφανό Γιάννη το 1927.
Η ζωή του αρχίζει το 1910, χρονιά του μεγάλου χιονιού, ορόσημο των αρχών του 20ού αιώνα στον Πόντο, γεμάτη αγάπη, ευτυχία και ασφάλεια μέσα σε μια οικογένεια γεωργών. Ο ίδιος αναφερόμενος στα ανέμελα παιδικά του χρόνια σημειώνει σε ένα τετράδιο: «Γεννήθηκα το έτος 1910, έτος μιας μεγάλης βαρυχειμωνιάς, ξημερώνοντας Χριστούγεννα…..Πρέπει να ήμουν πολύ ζωηρός και σκανταλιάρης, γιατί συχνά μου τις έβρεχε η χρυσή μου μάνα, που δεν την χάρηκα καθόλου, γιατί περνούσα από εμπρός της όταν έκαμνε την προσευχή της. Την χρονιά που γεννήθηκα το χιόνι είχε φτάσει εις ένα και μισό μέτρο όπως έμαθα αργότερα…».
Η ευτυχία όμως δεν είναι κάτι που διαρκεί. Ο Μεγάλος Πόλεμος και η συμμαχία των Ελλάδας στον άξονα της Αντάντ, αφορμή για τον αφανισμό των ευημερούντων Ποντίων από την Τουρκία, φέρνει τον ξεριζωμό στα παράλια χωριά του Πόντου και στην εξορία την οικογένεια του Γιάννη, δηλαδή την μητέρα του, σε κατάσταση εγκυμοσύνης, τον μικρό του, τρίχρονο αδελφό Παναγιώτη, συγγενείς και τον ίδιο, χωρίς πατέρα, αφού ο Αβραάμ, για να γλυτώσει από τα καταναγκαστικά έργα, τα αμελέ ταμπουρού, είχε βγει στο αντάρτικο του Πόντου μαζί με το ανδρικό δυναμικό της οικογένειας.
Στην διάρκεια της εξορίας, μέσα στις κακοτράχαλες χαράδρες και τα αιματοβαμμένα, από την εξόντωση των προηγηθέντων Αρμενίων, μονοπάτια, ο Γιάννης χάνει αδελφό και μητέρα και μένει στα χέρια της θείας του Παρασκευής, η οποία αναγκάζεται παρά το γεγονός ότι αυτός είναι ήδη επτά χρόνων, να τον θηλάζει μαζί με το δικό της μωρό, για να τον κρατήσει στην ζωή. Ο Γιάννης όμως δεν αντέχει άλλο την πορεία. έτσι η θεία του προκειμένου ο μικρός ορφανός να ζήσει, τον παραδίδει ως σκλάβο, σε μία οικογένεια Τούρκων στην Θεοδοσιούπολη (Τόσια). Από εκεί με την υπόδειξη ενός ιερέα, τον σώζει η Αμερικανική Αποστολή American Relief Committee for the Near East και τον φέρνει πεζή στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από περιπλάνηση σε διάφορα ορφανοτροφεία, καταλήγει στο ονομαστό ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, υπό την προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Αμερικανών.
Εδώ βρίσκει αποκούμπι, στέγη, τροφή και τις βάσεις για μια εξαιρετική παιδεία. «Κατά τα Χριστούγεννα του 1924», όπως σημειώνει ο ίδιος, «όσα παιδιά ήσαν από ανταλλάξιμα μέρη μεταφερθήκαμε στην Ελλάδα με το παλαιό υπερωκεάνιο Αρχιπέλαγος. Μας πήγαν στον Άγιο Γεώργιο, νομίζω, ένα μικρό νησί για καραντίνα. Αφού έγινε η απολύμανσις μας πήγαν στο Ζάππειο Μέγαρο που την εποχή αυτή ήταν ορφανοτροφείο με το όνομα American Near East Relief ή Αμερικανική Περίθαλψις Εγγύς Ανατολής. Εδώ εξακολουθήσαμε το σχολείο. Το ίδρυμα αριθμούσε γύρω στα τρεις χιλιάδες εννεακόσια ορφανά. Για ευκολία η διεύθυνση αντί των ονομάτων μας είχε δώσει αριθμούς για συντομία. Έτσι κάθε φορά που επρόκειτο να φωνάξουν τα ονόματά μας, φώναζαν τα νούμερά μας. Ακόμα θυμάμαι το δικό μου νούμερο ή αριθμό. Ήταν 2265!»
Την ίδια εποχή η Διεύθυνση του Ορφανοτροφείου του βρίσκει μία Αμερικανίδα προστάτιδα, την Κα Theodosia Eshbaugh, την ενσάρκωση του Αμερικανικού Ονείρου, η οποία, εγκατεστημένη στο Σικάγο, θα τον στηρίξει σαν άλλη μητέρα, όχι μόνον στα μαθητικά του χρόνια, αλλά και στην υπόλοιπη ζωή του.
Και η ζωή του αυτή, κυλάει σαν μυθιστόρημα, με σταθμούς την αποφοίτηση από το 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου, από όπου σώζονται αρκετά μαθητικά τετράδιά του, εικόνα ενός εξαιρετικού επιπέδου μορφώσεως που παρείχε η Πολιτεία στα παιδιά γύρω στο 1930, την αντάμωση με τον πατέρα του που είχε σωθεί και είχε περάσει πολεμώντας στην Μακεδονία, την πρώτη του εργασία, λόγω γλωσσομάθειας,( μιλούσε και έγραφε πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά), στην Ουγγρική Πρεσβεία στην Αθήνα, το Αλβανικό Μέτωπο, όπου πολέμησε στην πρώτη γραμμή, τον γάμο του, κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, με την Μαρία Κορκού, γεννημένη στην Ρουμανία από γονείς Κεφαλλονίτες, την δημιουργία οικογένειας, τον αγώνα για ένα καλλίτερο αύριο, την κατάληξη και την άνευ ορίων ανάπαυση, σε μεγάλη ηλικία, στην φιλόξενη γη της Κεφαλλονιάς.
Η ίδια η συγγραφέας λέγει « Το βιβλίο αυτό είναι μία πορεία στο παρελθόν, στην ζωή του πατέρα μου και βέβαια της μητέρας μου ως μέρος της ζωής του.
Είναι η εκπλήρωση της επιθυμίας και των δύο γονιών μου, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η ζωή τους ήταν σαν μυθιστόρημα και ότι εγώ «μια μαθήτρια που έγραφε ωραίες εκθέσεις» θα μπορούσε να την μεταφέρω στην μορφή ενός βιβλίου. Το έργο αυτό βασίστηκε στις διηγήσεις τους, τις προσωπικές μου αναμνήσεις και διάφορα έγγραφα που οι ίδιοι με έδωσαν για τον σκοπό αυτό. Η συγγραφή του, που διήρκεσε πέντε χρόνια, άρχισε το έτος 2000, αφού έχασα και τον πατέρα μου και είναι, ίσως πέρα από την τήρηση μιάς ιερής υπόσχεσης σε δύο αγαπημένους ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια, η απάντησή μου στο γεγονός της απώλειας».
Η ίδια, κατά την παρουσίαση του βιβλίου της στον Ελληνικό Κόσμο, του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, ζήτησε από τον μελλοντικό αναγνώστη, να διαβάσει πέρα από τις σελίδες και ανάμεσα από τις γραμμές της προσωπικής αυτής ιστορίας. Θα ήθελε, μέσα από την ιστορία του πατέρα της.
«Να δούμε τις εκατοντάδες χιλιάδες Ποντίων προσφύγων, οι οποίοι, παρά τον ξεριζωμό από την χαμένη για πάντα, αλλά αλησμόνητη πατρίδα, παρά τις απώλειες, τις κακουχίες και την αβάσταχτη φτώχεια τους, δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν, να ελπίζουν και να ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο. Απόδειξη δε της αλήθειας αυτής, είναι ότι είμαστε όλοι εμείς εδώ για να γιορτάσουμε την γέννηση ενός ακόμη καινούργιου βιβλίου που τους αφορά και μας αφορά».
Η συγγραφέας Κα Σοφία Πετρίδου – Καππάτου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι πτυχιούχος Ελληνικής και Αγγλικής Φιλολογίας. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Κεφαλλονιά.
Παραγωγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Το βιβλίο διατίθεται στο Πωλητήριο του Πολιτιστικού Κέντρου του ΙΜΕ, καθώς επίσης και στα μεγάλα ελληνικά βιβλιοπωλεία.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το Πωλητήριο του Πολιτιστικού Κέντρου, τηλ.: +(30) 212 254 0000 ή γράψτε στο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..